- αληθινός
- -ή, -ό (AM ἀληθινός, -ή, -όν)1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός4. (για πράγματα) πραγματικός, γνήσιος5. επίρρ. αληθινώς (Ν και αληθινά)α) πράγματι, στ' αλήθειαβ) ειλικρινά, ανυστερόβουλα || αρχ.-μσν. αυτός που έχει το γνήσιο χρώμα τής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος (Ησύχ. στη λέξη κιννάβαρις).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος επαυξημένος τ. τού επιθ. αληθής, με τη σημασία «γνήσιος» κυρίως. Το επίθ: αληθινός χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός τής λ. πορφύρα, από όπου και το ρ. αληθίζω.ΠΑΡ. αρχ. ἀληθίζω.ΣΥΝΘ. αληθινολογίααρχ.ἀληθόπινοςμσν.ἀληθινολάλος νεοελλ. αληθινογνωσία].
Dictionary of Greek. 2013.